πισσαλοιφώ

πισσαλοιφώ
-έω, Α
αλείφω κάτι με πίσσα, πισσώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *πισσαλοιφός (< πίσσα + αλείφω), πρβλ. μυρ-αλοιφώ, ξηρ-αλοιφώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”